Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ο νόμος αυτός τώρα δεν

  • 1 ισχύω

    αμετ.
    1) иметь силу, быть действительным; действовать;

    ισχύει ως τό... — действителен до,..;

    ισχύει γιά πέντε χρόνια — действителен на пять лет;

    ο νόμος αυτός τώρα δεν ισχύει — этот закон уже потерял силу;

    2) оказывать влияние, воздействовать;
    δεν ίσχυσαν τα δάκρυα της να τον μαλάξουν её слёзы не смогли смягчить его; 3):

    δεν ισχύει παρά τη κυβερνήσει — он не имеет влияния на правительство

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ισχύω

  • 2 остаться

    -анусь, -анешься
    ρ.σ.
    1. μένω, παραμένω•

    не уйду, -анусь здесь δε θα φύγω, θα μείνω εδώ•

    теперь мы -лись одни τώρα εμείς μείναμε μονοί, μας.

    || διαμένω, κατοικώ•

    он -анется в деревне αυτός θα μείνει στο χωριό.

    || δεν προβιβάζομαι, δεν προάγομαι•

    он -лся на второй год в классе αυτός δεν προβιβάστηκε.

    2. (απαντά στο 3ο πρόσωπο) διατηρούμαι, παραμένω•

    закон -нется в силе ο νόμος θα παραμείνει σε ισχύ.

    || τηρούμαι, κρατιέμαι•

    дело -лось в тайне η υπόθεση παρέμεινε μυστκή.

    || υπολείπομαι, απομένω•

    -лось знать... απόμεινε να μάθω...•

    за вами -лось десять рублей μείνατε χρέος δέκα ρούβλια.

    3. είμαι, βρίσκομαι, παραμένω.
    4. μένω•

    он -лся сиротой αυτός έμεινε ορφανός•

    она -лась вдоной αυτή έμεινε χήρα•

    он -лся без денег αυτός έμεινε χωρίς χρήματα•

    остаться в выигрыше μένω κερδισμένος•

    остаться должным μένω χρεομένος•

    -в своём мнении μένω με τη γνώμη μου.

    5. χάνω στο χαρτοπαίγνιο.
    6. επαφίεμαι.
    εκφρ.
    остаться за кем – α) παραμένω στην κυριότητα κάποιου, β) μένω χρεώστης•
    остаться ни при чём – και να παραμείνω δε βγαίνει τίποτε•
    остаться ни с чем – μένω με τίποτε (στερούμαι των πάντων)•
    остаться с носом – μένω με την όρεξη (χωρίς να γευθώ τίποτε).

    Большой русско-греческий словарь > остаться

См. также в других словарях:

  • Θεσσαλονίκης, νομός — Νομός (3.560 τ. χλμ., 1.057.825 κάτ.) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Κιλκίς και Σερρών, στα Α βρέχεται από τον κόλπο Ορφανού (Στρυμονικό), στα Ν συνορεύει με τον νομό Χαλκιδικής, ενώ ένα τμήμα του βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι …   Dictionary of Greek

  • Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»